απαλοώ

απαλοώ
ἀπαλοῶ κ. -λοιῶ (-άω) (Α)
1. πατώ στο αλώνι, αλωνίζω το στάρι
2. συντρίβω, καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + αλοώ «αλωνίζω, κτυπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”